- αιθόλιξ
- αἰθόλιξ (-ικος), η (Α)φουσκάλα από έγκαυμα, φλύκταινα, καψοφουσκάλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἴθω. με θεματ. παρέκταση λ- πρβλ. επίσης αἰθάλη, αἴθαλος το τέρμα τής λ. -ολ-ιξ προήλθε πιθ. από επίδραση τής λ. πομφόλυξ «φυσσαλίδα», με την οποία είναι συγγενής σημασιολογικά.ΠΑΡ. αρχ. αἰθολικώδης).
Dictionary of Greek. 2013.